-
1 αγωγή
η1) воспитание; образование, обучение;σωματική αγωγή — физическое воспитание, физкультура;
μουσική αγωγή — музыкальное образование;
αισθητική αγωγή — эстетическое воспитание;
δεν έχει καθόλου αγωγή — он совершенно невоспитан;
2) курс (лечения и т. п.);3) юр. привлечение к суду; обвинение, иск;πολιτική (ποινική) αγωγή — привлечение к суду по гражданскому (по уголовному) делу;
εγείρω (κινώ) αγωγή κατά κάποιου — возбуждать дело против кого-л.;
του έκαμα αγωγή — я предъявил ему иск
См. также в других словарях:
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
εγείρω — (AM ἐγείρω) 1. σηκώνω από τον ύπνο 2. ορθώνω, σηκώνω από το έδαφος 3. οικοδομώ, χτίζω 4. κινώ, διεγείρω, προκαλώ, δημιουργώ («εγείρω αξιώσεις») 5. σηκώνομαι από τη θέση μου αρχ. μσν. ανασταίνω αρχ. 1. προάγω, προωθώ 2. βοηθώ κάποιον να γίνει καλά … Dictionary of Greek
νέορτος — νέορτος, ον (Α) 1. (για πρόσ.) αυτός που μόλις παρουσιάστηκε, πρόσφατος, νέος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ νέορτος νεανίας, έφηβος («τὰν νέορτον Ἑρμιόναν», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νέορτον πρόσφατο συμβάν («τί δ ἐστίν, ὦ παῑ Λαΐον νέορτον αὖ;», Σοφ.) … Dictionary of Greek
πέδορτος — (I) ον, Α αυτός που εγείρεται ή προέρχεται από το έδαφος («πέδορτος κτύπος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + ορτος (< ὄρνυμι «εγείρω, κινώ»), πρβλ. νέ ορτος, παλίν ορτος]. (II) ον, Α αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει μετά την εορτή,… … Dictionary of Greek
οροθύνω — ὀροθύνω (ΑΜ) 1. κινώ, εγείρω, διεγείρω, εξεγείρω 2. προτρέπω, παρακινώ, παρορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *οροθέω (< ἐρέθω «ερεθίζω»), κατά τα ρ. σε ύνω. Η άποψη ότι προέρχεται από έναν συνδυασμό τού θ. ορ τού… … Dictionary of Greek
νεώρης — νεώρης, ες (Α) νέος, πρόσφατος, καινούργιος («νεώρη βόστρυχον τετμημένον» πρόσφατα, πριν από λίγο κομμένο βόστρυχο, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ώρης (< ὄρνυμι «κινώ, εγείρω»). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
ορμή — η (ΑΜ ὁρμή) 1. βίαιη και ορμητική κίνηση προς τα εμπρός («η ορμή με την οποία έκανε επίθεση το στράτευμα υπερνίκησε τον εχθρό») 2. (σχετικά με πράγματα ή φυσικά φαινόμενα) ένταση, σφοδρότητα (α. «η ορμή τού ανέμου» β. «θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσιν… … Dictionary of Greek
παραιθύσσω — Α (ποιητ. τ.) 1. κινώ ή τινάσσω κάτι, κατά τη διάβαση, κατά το πέρασμα, τινάζω περνώντας («παραιθύσσειν ἄκρα πτερύγων», Ανθ. Παλ.) 2. συρίζω, αφήνω συριγμό κατά τη δίοδο, προκαλώ πνοή, φυσώ περνώντας («λαίφεα πάντ ἐτίναξε παραιθύξας πτερύγεσσι»,… … Dictionary of Greek
παρακινώ — παρακινῶ, έω, ΝΜΑ συμβουλεύω και συγχρόνως ενθαρρύνω κάποιον να κάνει κάτι, παρορμώ, ερεθίζω, εξωθώ, παροτρύνω αρχ. 1. διαταράσσω, συγχέω 2. διαταράσσομαι, θολώνομαι 3. εγείρω ταραχές, σχηματίζω φατρίες, ενεργώ εναντίον καθεστώτων 4. κινώ σφοδρώς … Dictionary of Greek
ταράσσω — ΝΜΑ, και ταράζω Ν, και αττ. τ. ταράττω Α 1. ανακινώ, αναταράσσω (α. «η θάλασσα είναι ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ Ποσειδῶν]», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. προκαλώ ταραχή, προξενώ σύγχυση, καταστρέφω την ψυχική γαλήνη και την ησυχία… … Dictionary of Greek